- πρόγλωσσος
- πρόγλωσσοςhasty of tonguemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόγλωσσος — ον, Α 1. φλύαρος και αστόχαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρό γλωσσον το οξύ άκρο τής γλώσσας, η προγλωσσίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek
πρόγλωσσον — πρόγλωσσος hasty of tongue masc/fem acc sg πρόγλωσσος hasty of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγλωσσότεροι — πρόγλωσσος hasty of tongue masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγλώσσοις — πρόγλωσσος hasty of tongue masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγλώσσους — πρόγλωσσος hasty of tongue masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόγλωσσοι — πρόγλωσσος hasty of tongue masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek